- μακρόχειρας
- ο, η (Α μακρόχειρ, -ειρος)1. αυτός που έχει μακριά χέρια2. αυτός που το ένα του χέρι είναι πιο μακρύ από το άλλονεοελλ.αυτός που αρπάζει ξένα πράγματααρχ.ως κύριο όν. ὁ Μακρόχειρπροσωνυμία τού Αρταξέρξη Α', επειδή το ένα του χέρι ήταν πιο μακρύ από το άλλο («ὁ μὲν πρῶτος Ἀρταξέρξης τῶν ἐν Πέρσαις βασιλέων... Μακρόχειρ ἐπεκαλεῑτο τὴν δεξιᾶν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + χειρ].
Dictionary of Greek. 2013.